- νηφαλίζω
- νηφᾰλ-ίζω,A purify by a libation without wine, Hsch. ([voice] Pass.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νηφαλίζω — (Α) [νηφάλιος] εξαγνίζω κάτι κάνοντας σπονδή με νερό, δηλ. χωρίς να χρησιμοποιώ κρασί … Dictionary of Greek
νηφαλισμός — νηφαλισμός, ὁ (Α) [νηφαλίζω] (κατά το λεξ. Σούδα) 1. νηφαλιότητα 2. μτφ. προσοχή … Dictionary of Greek